"Ο μελαγχολικός δήμιος", από τον Φορέα Κολασίμων Παθών



Οι ώρες μοιάζουν σχεδόν πέντε και μισές πρωινές. Η ουράνια μάσκα ξέπλυνε τις αστερινές της τσίμπλες και έτοιμη όπως είναι, ανοίγει σιγά-σιγά το μοναδικό της μάτι. Από τα πρώτα κιόλας βλέμματα του πρωινού μία σαστιμάρα βαραίνει τα φρύδια του ορίζοντα. «Χθες έβρεξε· ίσως βρέξει και σήμερα». Ο μελαγχολικός δήμιος μόλις είχε ξυπνήσει. Ξύνει τον κώλο του και ένα πρώτο ρίγος διαπερνά το γέρικο και γεμάτο κορμί του, καθώς αποχωρίζεται τη θέρμη του κρεβατιού.
Ο ίσκιος από το ηλιακό ρολόι σέρνεται στη μέση του προαύλιου χώρου της εκκλησίας του Πρισκιλιανού και σημειώνει τις έξι πρωινές ώρες. Ο καιρός πράγματι δείχνει βαρύθυμος και σε λίγες στιγμές το ηλιακό ρολόι θα πάψει να αντανακλάει τις χρονικές εντυπώσεις στο βρεγμένο έδαφος γύρω του.  
Οι καμπάνες πάλλουν το ξύλινο καμπαναριό, καθώς εμφανίζεται μία μαύρη ακολουθία από ισχνές μαύρες μορφές μέσα σε μπαλωμένα μαύρα ράσα με μαύρες κουκούλες και έναν λεπτό κόκκινο σταυρό στην πρόσοψη, ακριβώς ανάμεσα στα φρύδια. Καθένας από τους τριάντα μαυροφορεμένους ρασοφόρους της πομπής κρατώντας αναμμένους δαυλούς και στα δυο του χέρια υποτονθορύζει σπηλαιώδεις ψαλμωδίες, που μοιάζουν με ελαφρώς μελοποιημένες φράσεις από την Κόλαση του Δάντη Αλιγκέρι. 
Τα ξύλινα παντζούρια στις πέτρινες προσόψεις των αδύναμων κτιρίων μένουν σφαλισμένα· αντ’ αυτών ανοίγουν οι εξώπορτες με τσιρίδες από σκουριασμένες πορταδέλες και παρουσιάζονται οι κάτοικοι με τις οικογένειές τους. Ο μελαγχολικός δήμιος ξεπλένει το πρόσωπό του πάνω από μία τσίγκινη γαβάθα με νερό. Η φόρμα της εργασίας του βρίσκεται ανάσκελα πάνω στη ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα, σχεδόν σαν να αράζει νωχελικά. Ο δήμιος κοιτάζει μελαγχολικά απορροφημένος προς το μέρος της. Απότομα και βίαια την αρπάζει και τη φορά πάνω από τη νυχτερινή του βράκα. Κάνει κρύο. 
Η υγρασία του εδάφους από τη χτεσινή βροχή εξατμίζεται και ομπρέλες από σύννεφα δημιουργούνται στον ουρανό. «Θα βρέξει πάλι και σήμερα». Ο μελαγχολικός δήμιος είναι μελαγχολικός μόλις σήμερα. Στα εβδομήντα πέντε του χρόνια θεωρεί αμφίβολη πλέον τη δύναμη στα χέρια και στα χείλη του μέσα από την ολόσωμη κουκούλα. Στα εβδομήντα πέντε χρόνια του σήμερα, ο μελαγχολικός δήμιος θα λειτουργήσει για τελευταία του φορά. Είναι Νοέμβριος, κάνει κρύο και σε λίγο θα πρέπει να βγει από το δωμάτιό του. Η μαυροφορεμένη πομπή βρίσκεται ήδη έξω από την αυλόπορτα του πανδοχείου στο οποίο κατέλυσε μόλις χθες. Αν δεν υπήρχαν σύννεφα ο νοητός σκιώδης δείκτης του ρολογιού θα έδειχνε έξι και μισή πρωινές. 
Τα παράπονα των κοιμισμένων μικρών παιδιών μόλις και προλάβαιναν να εκπνεύσουν τη δυσαρέσκειά τους μέσα στις φούχτες των γονιών τους. Οι αγουροξυπνημένοι γονείς ήταν ζωγραφισμένοι στα πρόσωπά τους με μια μάσκαρα σεβασμού και φόβου συνάμα, απέναντι στη διάθεση της πρωινής εκτέλεσης. Τους τελευταίους μήνες η συχνότητα των εκτελέσεων ήταν μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά. Βρισκόμαστε στα τελευταία χρόνια του 15ου αιώνα, τότε που η λαιμαργία και η αυθεντία της καθολικής εκκλησίας, ωσάν μία μορφή θεϊκού μαύρου θανάτου ξεκλήριζε οικογένειες και ερήμωνε αγροτόσπιτα και οικισμούς στις επαρχίες της Ισπανικής Αυτοκρατορίας. 
Ο μελαγχολικός δήμιος εμφανώς ταλαιπωρημένος από το θεάρεστο έργο του αυτές τις μέρες, προπορεύονταν της υποτονθορίζουσας μαυροφορεμένης πομπής. Το ικρίωμα έστεκε κρύο στη μέση της πλατείας. Ο κόσμος απαγορεύονταν να πλησιάσει το εκτελεστικό πάλκο σε μία απόσταση εκατό μέτρων. Οι πρωταγωνιστές της κάθε εκτέλεσης, δηλαδή τα θύματα, η μαυροφορεμένη πομπή των κληρικών και ο μελαγχολικός δήμιος είχαν εγκαθιδρύσει την παρουσία τους· τα υπόλοιπα δεκάδες μάτια περιέργειας και απορίας κάθε φορά, βρίσκονταν λίγο πιο μακριά μα ποτέ τόσο μακριά, εφόσον η πλατεία περιστοιχίζονταν από τις κατοικίες τους. «Η μοναξιά του ικριώματος απέναντι από τα αδηφάγα βλέμματα του υπόλοιπου κόσμου...», μια σκέψη που κατακάθονταν αρκετές φορές στα μάτια του μελαγχολικού δήμιου από το ύψος της κάθε ξύλινης αυτοσχέδιας θανατικής κατασκευής. 
Μόλις η πομπή έφθασε κάτω από το ικρίωμα, το μουρμουρητό των ψαλμωδιών βυθίστηκε σε κάποιες υποψίες εσωτερικών προσευχών ομοίων με μονόλογους, κάτι σαν έσχατα ξεσπάσματα οίκτου από μελλοθάνατους μέσα στα στόματα των ρασοφόρων κληρικών. Η νεκρική σιγή (sic) υποχρέωνε τους πάντες να προσευχηθούν με τη συνοδεία της καμπάνας εξανθρωπίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το συναίσθημα της δολοφονίας που χάιδευε τους εγωισμούς του κάθε θεατή. 
Ο μελαγχολικός δήμιος σπρώχνει ελαφρώς το σώμα του πρώτος μπροστά από την οικογένεια των θυμάτων προτρέποντας τους να ανέβουν με τη σειρά στη ξύλινη σκάλα· η αναποφάσιστη στιγμή που χαιρετίζει τα θύματα πριν να οδηγηθούν στο αναπόδραστο της κατάληξης χαστουκίζει τις ματιές. Σήμερα το πρωί θα εκτελεστεί ομαδικώς μια οικογένεια. Ο δήμιος είναι μελαγχολικός· με τίποτα όμως δεν προδίδει αυτό του το συναίσθημα. Έτσι είναι η δουλειά του και αυτό προϋποθέτει ο δεοντολογικός κανόνας των δήμιων. Τα μάτια του θα μπορούσαν να λυγίσουν και να διαφανούν μέσα από τις στρογγυλές τρύπες της κουκούλας, μα αυτά είναι κοκκινισμένα από το πρωινό ξύπνημα…ίσως. Ο μελαγχολικός γερασμένος δήμιος ακολουθεί τα δύο αρσενικά μέλη της οικογένειας και πίσω του η μητέρα με τις κόρες της.
Ο ουρανός σταδιακά σκεπάζει το πρόσωπό του και ξεκινάει με τη σειρά του να μουρμουρίζει υπόκωφες βροντές κάμποσα χιλιόμετρα μακριά. Τα άκρα των καταδικασμένων είναι δεμένα με χοντρά σχοινιά. Τα πρόσωπά τους είναι γυμνά από συν-αισθήματα και κρέμονται ξεραμένα από τον ιδρώτα και τα δάκρια που έβρεξαν από την ανακοίνωση της καταδίκης τους μέχρι σήμερα, τριάντα μέρες αργότερα. Δεν έχουν αρκετά αποθέματα απόάλλα υγρά να αναβλύσουν δακρύζοντας από μέσα τους· μονάχα ζεστό αίμα και καυτό νερό. Ο μελαγχολικός δήμιος κάνει ένα βήμα μπροστά και ξεχωρίζει. Ακολουθούν το βήμα του με κατάνυξη δεκάδες χέρια που ψαχουλεύουν τα κεφάλια τους για να βγάλουν τα μαντήλια και τους σκούφους. Και οι κοτσίδες, λύνονται και αυτές. Μια αστραπή και η βροντή που τη συνοδεύει τρία δευτερόλεπτα πιο πίσω, δείχνουν το σημάδι. Βρισκόμαστε στο έτος 1492 μ.Χ. και ο κόσμος από νωρίς άλλωστε στην ιστορία αρέσκεται στο να εξαπατάται και να εθελοτυφλεί. Ο μελαγχολικός δήμιος απλώς εκπροσωπεί το εκτελεστικό όργανο των κοσμικών και εκκλησιαστικών επιπτώσεων απέναντι στην ηθική παραβατικότητα
Ο κόσμος με μια αυτοματοποιημένη αντίδραση έστρεψε τα κεφάλια του προς τα πάνω και στη συνέχεια ο καθένας άρχισε να ανταλλάζει ματιές και ακατάληπτες προτάσεις με το διπλανό του. Το έναυσμα για τις απορίες και για ψιθυριστές προσευχές συγχώρεσης και κάθαρσης των θυμάτων είχε δοθεί. Το προμήνυμα της κακοκαιρίας και ο συγχρονισμός του με το βηματισμό του μελαγχολικού δήμιου  υπέγραψαν την κατακλείδα της στιγμής. Ο θάνατος ως καταδίκη προβληματίζει τους παρευρισκόμενους, γιατί το δέος και ο φόβος που αγκαλιάζουν την απώλεια,  ισχυροποιούνται απέναντι από το αίσθημα της ψυχρής, σχεδόν εθιμοτυπικής, αντιμετώπισης της εκτέλεσης. 
Οι τρύπες της κουκούλας του μελαγχολικού δήμιου κρατούν τα μάτια του γυμνά απέναντι στον τραγέλαφο του θανατικού λειτουργήματός του. Μέχρι και χθες ήταν συνηθισμένος να αποκεφαλίζει ή να απαγχονίζει μεμονωμένα άτομα, που έφεραν τα στίγματα της μεσαιωνικής σκοταδιστικής αντίληψης όσον αφορά τη θρησκεία και την αμαρτία εν γένει. Σήμερα όμως ο δήμιος δείχνει μελαγχολικός. Πρώτη φορά αντιμετωπίζει τη μαλθακή πλευρά του ανθρωπισμού του. Όχι…ο δήμιος όσο μελαγχολικός και να δείχνει δεν αποζητά την εύνοια κανενός. Ο κυνισμός και η ωμότητα των αυτοματοποιημένων κινήσεών του βρίσκονται αντιμέτωπα με μια οικογένεια πέντε ατόμων. Ο μελαγχολικός δήμιος πληρώνεται με κάθε κεφάλι που αποκόπτεται ή κορμί που κρέμεται και στάζει τα κύκνεια σάλια της ηδονής του. Η σημερινή περίπτωση εν τούτοις, λειτουργεί ως ένας επιπλέον μισθός, κοινώς ως ένα μπόνους· η καταδίκη και η εκτέλεση μιας πολυμελούς οικογένειας (ενός σιδερά συγκεκριμένα) άφηνε αρκετά χρήματα στον εκτελεστή αφενός και αποσκοπούσε σε έναν επιθετικό παραδειγματισμό και όχι στον παραδειγματικό σωφρονισμό της κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας αφετέρου.   

    ……………………………………………………………………………


"Ο ουρανός δεν έχει στάξει ακόμη τις θέσεις του και ο τροβαδούρος δεν δύναται να τραγουδήσει το δακρύβρεχτο χαρακτήρα της φύσης απέναντι στο έγκλημα, κάτω από τον ήλιο του χριστιανισμού…"      
     
Στα κατάστιχα και τους καταλόγους των εκτελέσεων πρόκειται να προστεθούν πέντε ακόμα ηλικίες: πέντε, εφτά, δώδεκα, τριάντα και τριάντα έξι. Ένας παροντικός αιώνας και το άθροισμα των εμπειριών πέντε διαφορετικών ηλικιών. Το βλέμμα και των πέντε αλλόθρησκων αμαρτωλών δεν θα μπορούσε να καρφώνεται σε άλλα πεδία πλην εκείνου του εκκωφαντικού κενού απορίας: πώς μπορεί και αποτελεί θέαμα ένα βασανιστήριο ή μία εκτέλεση με αγχόνη, λεπίδα, πυρά ή καυτό λάδι, όταν θεωρείται πως εξαγνίζει τους φορείς κολασίμων παθών και τη διαφορετική πίστη;
 Ο μελαγχολικός δήμιος ανακαλεί το άλικο και αιματηρό παρελθόν του ως κοινωνικός λειτουργός και εκτελεστής και μελαγχολεί περισσότερο· είναι ένας εντεταλμένος της κοσμικής απόδοσης της δικαιοσύνης, της ψυχικής και ηθικής δικαιοσύνης. Ανακαλεί τα πρόσφατα σκιρτήματα της συνείδησής του και μελαγχολεί· «Ποτέ μου δεν αφαίρεσα τη χαρά της ζωής. Εγώ εξόριζα τον πόνο από τη ζωή, με το να λυτρώνω κολασμένες ψυχές, διαολεμένα κορμιά και ταλαιπωρημένους. Άφησα χήρες, χήρους και ορφανά, μα ποτέ μου άδειο σπίτι! Άφησα ορφανά βρέφη, μα δεν πήρα εγώ βρέφη μακριά από την αναπνοή της ζωής!». Οι σφυγμοί του μελαγχολικού δήμιου αυξάνονται το ίδιο και η αδρεναλίνη του. Ο ουρανός όμως δε λέει να βρέξει για να ματαιωθεί η εκτέλεση ή να φοβηθεί το δεισιδαίμον πλήθος μπροστά στη μανία του ορίζοντα. Εξάλλου, οι καιρικές συνθήκες είχαν επιδράσει αρκετές φορές στη ματαίωση και τη μεταφορά των εκτελέσεων- ελάχιστες από αυτές είχαν σώσει θανατοποινίτες τραβώντας έστω από τα μαλλιά το χρόνο και τη διάρκεια του πόνου.     
Ο άνδρας της οικογένειας ήταν ο Εβραίος σιδεράς, στον οποίο επισκεύαζε και συντηρούσε τα εργαλεία του ο μελαγχολικός δήμιος, όποτε περνούσε να προσκυνήσει στην εκκλησία του Πρισκιλιανού, στην Άβιλλα. Δεν περίμενε να τον συναντήσει υπό αυτές τις συνθήκες. Φαίνεται πως αυτήν τη φορά θα τον εξυπηρετούσε ο ίδιος με το παραπάνω ξεπληρώνοντας του και τη γνωριμία. Ο μελαγχολικός δήμιος όλα αυτά τα χρόνια κυκλοφορούσε από πόλη σε πόλη, χωρίς ποτέ να αφήνει δικαιώματα ώστε να τον γνωρίσει κάποιος. Δεν ήταν απόμακρος γενικότερα. Απλώς όταν δεν δούλευε, περιδιάβαινε ως μία πλαστή φυσιογνωμία στους εμπορικούς δρόμους της πόλης που βρίσκονταν κάθε μήνα. 
 Τα πάθη του χαρακτηρίζονταν από γυναίκες, ίδρωναν πίνοντας μπύρες και κατέληγαν να ξημεροβραδιάζονται σε πανδοχεία, καπηλειά και αποθήκες, όπου επιδίδονταν σε χαρτοπαικτικούς αγώνες, μα την ειρωνεία του άγιου τυχοδιώκτη και πότη! Η κασελέτα του γέμιζε διαρκώς από μενταγιόν, πολύτιμες χάντρες και διάφορα μπιχλιμπίδια ενισχύοντας κατά διαστήματα τη συλλογή του. Πολλά από αυτά τα οικειοποιούνταν με ταχυδακτυλουργική ακρίβεια προτού κανείς συνειδητοποιήσει την απώλεια τους, κατόπιν της εκτέλεσης και πριν την απόσυρση των νεκρών κορμιών. Κεχριμπαρένιοι σταυροί, ξύλινες μινιατούρες αμνών, ασημένια και χρυσοποίκιλτα παγανιστικά σύμβολα, κεντημένες μικροσκοπικές εικόνες της Παναγίας ή της Ομάδας των Τριών, όπως χαρακτηριστικά την Αγία Τριάδα, μέσα σε τετραγωνισμένα και σκαμμένα πετραδάκια, περίτεχνες θηκούλες που περιείχαν κομμάτια από τυχόν τίμιο ξύλο και άλλα πολλά περιδέραια, που πρόδιδαν τον αυτοσκοπό της Ιεράς Εξέτασης και την στυγερή ψυχοσύνθεση της Εκκλησίας. 
Στην ανάμνηση του χρόνου που λειτουργούσε με ευλαβικό φόνο τους ένοχους, ο μελαγχολικός δήμιος είχε ταξιδέψει σε όλη τη κεντρική και νότια μεσογειακή Ευρώπη, παριστάνοντας έναν τυχαίο ευρωπαίο κοσμοπολίτη των τελευταίων αιώνων του Μεσαίωνα. Αρκετές φορές, οπόταν τα χρήματα εξανεμίζονταν απειλητικά για την υγεία του σεντουκιού του, μεταπωλούσε προϊόντα που είχε αγοράσει από τις χώρες που είχε επισκεφθεί είτε εξαιτίας της δικής του υποψίας είτε λόγω του λειτουργήματός του. Μπαχαρικά από τις Ηράκλειες Στήλες, στο Κάδιξ και τη Μάλαγα, ζαφορά από το Μονπελιέ και τη Λυών, λινά υφάσματα από τη Ζυρίχη, βελούδο και μετάξι από το Κόμο και τη Γένοβα, δερματόδετα και εικονογραφημένα βιβλία από την Πάδουα και τη Φλωρεντία, ασημικά από την Ερφούρτη.
Ο μελαγχολικός δήμιος κολάζονταν με τις γυναίκες μα ποτέ δεν αποφάσισε να κατασταλάξει στη συντροφιά και τη μουρμούρα κάποιας. Όχι ότι δεν θα του άρεσε η σιγουριά μιας αγκαλιάς και ενός πάτου φαγητό, ακόμα και όταν δεν θα είχε χρήματα. Αλίμονο! Ο μελαγχολικός δήμιος ήταν ένας δήμιος και μετά έγινε μελαγχολικός. Ένα τέτοιο επάγγελμα όπως και αυτό του στρατιωτικού, δεν είναι για έρωτες. Ένας δήμιος και ένας στρατιωτικός, ένας και ένας άλλος πληρωμένος δολοφόνος, ένας επώνυμος και ένας ανώνυμος εχθρός της ζωής, ένας κυνηγός δεν αγαπάνε τη ζωή, γιατί απλώς την στερούν από κάποιους άλλους. 
Τα εφήμερα ήταν πολυάριθμα μα ο δήμιος είναι μελαγχολικός. Δεν τον εξουσιάζει κανένας άλλος. Πολύ περισσότερο δεν του φταίει σε τίποτα η εβραϊκή κοινότητα. Πόσο μάλλον δε και το μικρό αγοράκι των πέντε μόλις χρόνων. «Γιατί να πάρεις τη ζωή κάποιου, που υπάρχει μόλις από το 1487 έως και το 1492;»θα μπορούσε ίσως να σκέφτεται μέσα σε όλη αυτή τη σιωπή που χρωματίζει το βρεγμένο τοπίο γύρω του. Το μοναδικό φως που παραμένει ζωντανό είναι του καμπαναριού. Είναι περασμένο το πρωινό και ακόμα βρέχει. Το λασπωμένο έδαφος επιδεικνύει περηφάνια τσιμέντου. Βρέχει και δεν λέει να σταματήσει. Η ατμόσφαιρα στην Ιβηρική χερσόνησο προμηνύεται υγρή και πεισιθανάτια. Την ώρα που ανακαλύπτεται ο Νέος Κόσμος ένας μελαγχολικός δήμιος έχει αναλάβει εκούσια την εκτέλεση μιας οικογένειας Εβραίων, γιατί δεν ασπάστηκε τις χριστιανικές προσταγές του Μεσαίωνα.    
              ………………………………………………………….

Ο μελαγχολικός δήμιος δεν είχε φίλους ή γνωστούς. Μισή ημέρα δημόσιου βίου καθημερινά άλλωστε σε κανέναν δεν θα μπορούσε να σταθεί ικανοποιητική χωρίς να συναναστραφεί με κάποιον έστω. Ο μελαγχολικός δήμιος εν τούτοις τα είχε καταφέρει μία χαρά (αυτός μάλλον θα το γνώριζε καλύτερα…). Είχε γνωρίσει έναν μοναδικό τύπο κάποτε, κάποια χρόνια πριν σε κάποια γειτονιά της Οβέρνης. Ήταν μέθυσος και ιδιοκτήτης ενός μικρού καπηλειού. Σε αυτό άραζαν συνήθως άνθρωποι του υποκόσμου και παράνομοι επαγγελματίες, πόρνες, μάγοι και τραμπούκοι. Το όνομα του μαγαζιού ήταν “péché paradisiaque”, ήτοι Παραδείσια Αμαρτία. Όσες φορές τον επισκέπτονταν, ο ίδιος παρατούσε στην πεθερά του και τη γυναίκα του στο ταμείο και κάθονταν μαζί του σε μία γωνία για να τα π(ι)ουν.
Πάνω κάτω είχε την ίδια ηλικία με αυτόν τον μονόφθαλμο και εξίσου χοντρομπαλλά και δασύτριχο κάπελα. Εξαιτίας της υπερβολικής πόσης κρασιού κατουριόταν πάνω του αρκετές φορές, γι’ αυτό και αναγκάζονταν να φοράει δύο και τρεις στην ανάγκη βράκες. Ο μελαγχολικός δήμιος δεν του είχε αποκαλύψει τη δουλειά του, όπως άλλωστε και σε κανέναν μέχρι τώρα. Είχαν και οι δύο αρκεσθεί στο κοινό τους ενδιαφέρον για γυναίκες, κάποια λίτρα μπύρας και αλκοόλ και που και που κανα ζάρι. «Να μου το θυμηθείς ξένε, κάποτε θα’ ρθει ο καιρός που το κρασί θα χαλάσει και οι άνθρωποι θα πεθαίνουν στους καινούριους δρόμους…» του’ λεγε μερικές φορές πριν να αρχίσει τις αοριστίες και τις βλαστήμιες για τους κοπρίτες της Εκκλησίας και της αριστοκρατίας. «Ο θεός είναι μεγάλος και εμείς είμαστε οι μικρότεροι», απαντούσε με γουλιές ο μελαγχολικός δήμιος και ο κάπελας αντιπρότεινε διαρκώς με τη σειρά του «jamais plus nous ne boirons si jeunes, mon etrauger…!», ενώ τα μούσια λερώνονταν από τα υγρά που ξέφευγαν μέσα από τα χείλη.
Πρώτη φορά που επισκέφθηκε την Οβέρνη ήταν στα μισά του 1450, όταν του ανήγγειλαν πως ζητούσε τις υπηρεσίες του η τοπική εκκλησία, ύστερα από εντολή του επισκόπου του Παρισιού να εκτελεστούν τρεις Γνωστικοί νάνοι. Η δουλειά όπως αποδείχθηκε ήταν δυσκολότερη από ότι περίμενε. Η αγχόνη ήταν αρκετά ψηλή και η λαιμητόμος απαιτούσε την εκτελεστική ακρίβεια ενός Ιάπωνα σαμουράι και όχι ενός άξεστου και χοντρού σωματότυπου ενός Ευρωπαίου με εβραϊκές ρίζες. Σβέρκος και λαιμός ξεχώριζαν ελάχιστα από το υπόλοιπο σώμα! Η εκτέλεση είχε αναβληθεί για μία ημέρα. Ο λόγος ήταν ότι ο μελαγχολικός δήμιος δεν είχε προνοήσει πως στα θύματά του θα συμπεριλαμβάνονταν ενδεχομένως και νάνοι. Εξάλλου, ουσιώδης αρχή της δεοντολογίας των δήμιων και των εκτελεστών ήταν πως απαγορεύονταν ρητώς να  γνωρίζει κανείς προηγουμένως τα ονόματα των θυμάτων του, «προς αποφυγήν συναισθηματικού ή άλλου κωλύματος», όπως αστεία υπογράμμιζε το καταστατικό του σωματείου 
Πρώτη και τελευταία φορά που δεν χρησιμοποίησε αγχόνη ή τις λεπίδες του. Τους οδήγησαν σε μια κοίτη του Σηκουάνα και τους έδεσε από μια πέτρα στο λαιμό, την οποία ήταν αναγκασμένοι να την κρατάνε, προφανώς για να μην τους σπάσει ο αυχένας. Τι ειρωνεία! Χωρίς δύναμη, μα περισσότερο με κάποια δόση αδυναμίας τους έσπρωξε σαν να προέτρεπε ένα σκύλο να προχωρήσει μπροστά από το χθεσινό και μοναδικό του φαγητό.
Ήθελε να ξεχαστεί από την παράληψη και την αδυναμία του και γι’ αυτό προτίμησε να περπατήσει στα στενά της Οβέρνης. Οι ώρες ήταν περασμένες και ήθελε να βρεθεί κάπου μεταξύ αγνώστων και να κοινωνήσει μία κάποια αμαρτία του μαζί τους· όχι όμως και τα κακώς κείμενα του επαγγέλματός του. Ακολουθώντας τα τεμαχισμένα από τους κακοτράχαλους δρόμους και παρόδους τετράγωνα της συνοικίας που βρίσκονταν, κοντοστάθηκε έξω από μία ξύλινη πόρτα, πάνω από την οποία κρέμονταν μία ταμπέλα που στην πάνω ράχη της έσταζαν τρία αναμμένα, μια σπιθαμή κεριά. Έβγαλε το σκούφο του και διάβασε: “ péché paradisiaque”  και με την υποψία των γαλλικών που κατείχε αποφάσισε να μπει. Η ατμόσφαιρα ήταν η ιδανικότερη σύμφωνα με την επιθυμία του. Σκασμένες ξύλινες επιφάνειες τραπεζιών, πατωμάτων και ταβανιού φιλοξενούσαν έναν εσμό από φυσιογνωμίες ανθρώπων που κάθε άλλο παρά έντιμοι ήταν. Οι ηλικίες δεν ξεχώριζαν εύκολα εξαιτίας του χαμηλού φωτισμού που εξέπεμπαν τα λιγοστά αναμμένα κεριά στους τοίχους και τα τραπέζια. Όλες οι ηλικίες κρύβονταν ικανοποιητικά μέσα σε σημάδια από σκόνες, ιδρώτες και λιγδιασμένα μαλλιά, μέσα από μάτια που όταν κοιτούσαν ευθύβολα εκτόξευαν απειλές και επικινδυνότητα υποκόσμου και αλητείας, κάτω από τριμμένα και τρύπια ρούχα και μέσα σε λιωμένα και μουτζουρωμένα παπούτσια.  
Παρήγγειλε την μπύρα του και μόλις τον σέρβιρε ο ιδιοκτήτης, ύστερα από μια γερή γουλιά μισού λίτρου ζήτησε διψασμένος άλλη μία γύρα. Ο κάπελας γέλασε και άφησε να φανεί η απουσία τεσσάρων μπροστινών δοντιών από την πάνω σιαγόνα και πέντ’ έξι χρυσών στην κάτω οδοντοστοιχία. Φώναξε στη γυναίκα του που κάθονταν στο ταμείο και χαριεντίζονταν με έναν φινετσάτο και ξανθό μυώδη νεαρό αλήτη να τους φέρει στο τραπεζάκι του ξένου από μία pine μπύρας. «Να τσακιστείς να τη πάρεις μόνο σου» ήταν η άμεση απάντηση της νεαρής γυναίκας. Για να αποφευχθεί ακόμη ένας περιώνυμος τσακωμός με τη σύζυγό του, όπως θα πληροφορούνταν αργότερα από τον ίδιο τον κάπελα, εμφανίστηκε η κακιασμένη πεθερά του με τις δύο μπύρες. «Έλα, πάρε πιες και ντερλίκωσε με το φίλο σου…δεν έχω πάλι όρεξη για βλαστήμιες και σπασίματα μπροστά στον κόσμο». Αυτή η κάπως επεισοδιακή συνάντηση και γνωριμία των δύο αντρών έμελλε να διαρκέσει αρκετά χρόνια και όσες φορές τύγχανε να περνάει από την Οβέρνη, ο μελαγχολικός δήμιος σταματούσε να πει δυο τρεις κουβέντες και να πιει άλλες δυο τρεις μπύρες με τον φίλο του τον κάπελα.  
      ……………………………………………………………………….

Ο μελαγχολικός δήμιος σε αυτήν του τη μισαλλόδοξη επαγγελματική σταδιοδρομία είχε αποκόψει το νήμα της ζωής σε τετραψήφιο τουλάχιστον αριθμό ανθρώπων. Την επόμενη κάποιας εκτέλεσης τριγυρνούσε στους δρόμους της πόλης διακρίνοντας φυσιογνωμίες που την προηγούμενη βρίσκονταν στο πλήθος ως συγγενείς των θυμάτων ή απλώς ως θεατές. Δεν ήταν αυτός ο οποίος επέλεγε τα θύματά του, μα μονάχα αυτός είχε τη δυνατότητα να θυμάται τόσο αυτούς όσο και τους παρευρισκομένους. Αυτοί όμως όχι και αυτό συνέβαλε στη διατήρηση μιας ιδιότυπης μορφής εγκληματικού ασύλου για το μελαγχολικό δήμιο και για όποιον δήμιο του πρώιμου και ύστερου Μεσαίωνα. Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας ήταν γνωστά πρόσωπα ανέκαθεν, όχι όμως και οι υποχθόνιοι παρασκηνιακοί και καλοθελητές θιασώτες της. 
Ο ίδιος ο μελαγχολικός δήμιος δε βρίσκονταν εκούσια σε αυτήν τη θέση. Τον είχαν επιλέξει και για κάποια χρόνια στη συνέχεια τον συντηρούσε η Καθολική Εκκλησία. Τα σκούδα, τα φράγκα, οι λίρες ήταν καλά λεφτά μα και το επάγγελμά του ήταν ίσως το μοναδικό που τον συγκινούσε, μαζί με αυτό του ανθοπώλη. Ήθελε να μην λησμονήσει το χαμό της δικής του οικογένειας, του πατέρα και της μητέρας του. Έχοντας απαξιώσει τη θλίψη και την οργή του απαγχονισμού τους, πίστευε πως το μόνο που θα του τους θύμιζε θα ήταν η διαρκής αμεσότητα με τα εργαλεία του χαμού τους και κατόπιν της δουλειάς του. Οι γονείς του, όταν αυτός λασπώνονταν και τρελαίνονταν να κυλιέται στα χωμάτινα δρομάκια της γειτονιάς του στη συνοικία Τραστέβερε της Ρώμης ανακρίθηκαν από μια μορφή βεβιασμένης χρονικά Εξέτασης θρησκευτικών φρονημάτων και στη συνέχεια καταδικάστηκαν ελλείψει στοιχείων- ερήμην της λογικής, να κρεμαστούν κοινή θέα, επειδή παρουσιάζονταν ως «φιλικά προσκείμενοι προς υποτροπιασμό σε μαγικές και αιρετικές δραστηριότητες». Ήταν και οι δύο μυημένοι στην αίρεση των Γνωστικών, όπως οι νάνοι που είχε εκτελέσει πνίγοντάς τους, πολλά χρόνια αργότερα.          
           ………………………………………………………………..

Ο μελαγχολικός δήμιος στέκεται πάνω στο αυτοσχέδιο ξύλινο ικρίωμα, ένα βήμα πιο μπροστά από τη μελλοθάνατη οικογένεια. Τα μάτια του διακρίνονται πιο κόκκινα και από το σταυρό ανάμεσα στα φρύδια πάνω στη κουκούλα των μαυροφορεμένων ρασοφόρων κληρικών. Ψέλνουν ένα αργό ρυθμικό κατευόδιο αντηχώντας το σπηλαιώδη αντίλαλο της προσευχής των μοναχών ενός τεράστιου γοτθικού ναού κάπου στη Μπρυζ. Καμιά ρυτίδα απορίας δεν χαράζει τα γυμνά πρόσωπα. Το σκηνικό είναι προκαθορισμένο και αναπότρεπτο. Ένα δεύτερο βήμα και ο δήμιος περνάει μπροστά από το καθένα εκ των πέντε θυμάτων σφίγγοντας περισσότερο την τελευταία θηλιά στο λαιμό τους. Εδώ δεν συγχωρούνται λάθη και παραλείψεις· στην αντίθετη περίπτωση θα πληγωνόταν ο εγωισμός του δήμιου το λιγότερο και πολύ περισσότερο της Εκκλησίας. 
«Αυτός ο λαιμός είναι σαν τον καρπό μου,ω Κύριε!» φτάνοντας μπροστά από το μικρό αγόρι. Εκείνο δεν θα μπορούσε να συνειδητοποιήσει τη σημασία της στιγμής και να ερμηνεύσει τη θέση του, εκείνου και της οικογένειάς του, που βρίσκονταν πιο ψηλά και πιο μακριά από τους φίλους του και τους γονείς τους. Το βλέμμα του μελαγχολικού δήμιου σπάει και μέσα από τη δερμάτινη ολόσωμη κουκούλα μία ζεστή και υγρή ημιευθεία διαγράφει την πορεία της πάνω στο μάγουλό του, ασφυκτιώντας στην επαφή της φόρμας. 
Οι στιγμές της εσχατολογικής ανάτασης του θρησκευόμενου κόσμου δεν απέφυγαν τα στίγματα και τις δογματικές βουρδουλιές του παπισμού. Ο μελαγχολικός δήμιος εδώ και εξήντα πέντε χρόνια αποτύπωνε ακαριαία στα σωφρονιστικά και λυτρωτικά του εργαλεία το dna των ηθικο-θρησκευτικών περιττωμάτων. Οι ματωμένες λεπίδες των αχόρταγων εργαλείων δεν έχουν μνήμη: αυτό που κάνουν είναι να γεύονται μεμιάς το ζεστό γενετικό κώδικα των θυμάτων μα στη συνέχεια σκουπίζονται και ευπρεπίζονται από τους δήμιους, ώστε η μνήμη τους να κατατίθεται ως εσκεμμένη λήθη των κάθε λογής επαφών τους. 
Αν ο μαύρος θάνατος έκαμψε τον ανθρώπινο πληθυσμό της μεσαιωνικής Ευρώπης, ο χριστιανισμός ήδη από τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. εγκαινιάζει τη μακροπερίοδη προσπάθειά του να περιορίσει τη διαφορετικότητα στις ανθρώπινες κουλτούρες. Η πρώτη θανατική καταδίκη αιρετικού ήταν αυτή του Πρισκιλιανού, επίσκοπου της Άβιλλα, το έτος 385 μ.Χ., ύστερα από τη σχετική απόφαση της Συνόδου της Μπορντώ (384 μ.Χ.).
Ο μελαγχολικός δήμιος δεν έχει ανάγκη να δοκιμάσει τα νεύρα ή την καρδιά του. Ως εντεταλμένος φονιάς- σωτήρας έβλεπε το θάνατο σαν σε ραντεβού σχεδόν κάθε ημέρα της εβδομάδας. Το καθεστώς του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας μοίραζε απλόχερα το θάνατο λες και ήταν κάποιο τονωτικό φάρμακο απευθείας παραγόμενο μέσα από τα χέρια και τις ευχές της Ιεράς Εξέτασης. Από το 1480 ήδη είχε ξεκινήσει τη δράση της με επικεφαλής τον Τορκεμάδα, τον εξομολογητή της Ισαβέλλας. Στα τελευταία δύο χρόνια της δωδεκάχρονης πορείας τής Ιεράς Εξέτασης είχαν φονευθεί ή στην καλύτερη είχαν βίαια εκχριστιανιστεί ή και εξοριστεί αρκετές εκατοντάδες Εβραίοι που διέμεναν στο ισπανικό κομμάτι της Ιβηρικής χερσονήσου. Εκείνη την εποχή, άλλωστε η μοναδική σημαντική εβραϊκή παροικία που υπήρχε δυτικά του Ρήνου ήταν της Ισπανίας. Ο μελαγχολικός δήμιος ήταν ένας από τους εκλεκτούς της ιερής αυτής αποστολής που στόχευε στη θρησκευτική προσαρμοστικότητα. 
 Κατόπιν της εκτέλεσης των γονιών του με την κατηγορία περί αιρετικής συμπεριφοράς, τον υιοθέτησε η εκκλησία της Κομποστέλλα, πληρώντας κατ’ αυτόν το συνήθη τρόπο τα θανατικά της τάγματα. Μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε ετών σπούδαζε πλάι σε έναν Γερμανό μοναχό, ο οποίος συχνά πυκνά τον έπαιρνε μαζί του στις εκτελέσεις αιρετικών. Από νεαρή ηλικία δούλευε για το θάνατο, ως μεταπράτης κορμιών και ψυχών με προορισμό το μηδέν. Όμως αυτός έδινε σημασία στο μηδενικό τους προορισμό· εξάγνιζε τις συνειδήσεις τους και τους παρέδιδε νωρίτερα στο θείο κριτή, προτού προλάβουν να δηλητηριάσουν και άλλους πιστούς. Αποτελούσε έναν από τους πολλούς εγκόσμιους μεσάζοντες προς τα θυμαράκια της απώλειας και της μνήμης. 
Ο δήμιος δείχνει μελαγχολικός προς το τέλος του αναθέματος της μαυροφορεμένης πομπής των κληρικών. Ο ουρανός συνειδητοποιεί τη φλυαρία του και σιγά-σιγά ξεκρεμάει τους υγρούς οιωνούς του. Βρέχει καταρρακτωδώς από τη μια στιγμή στην άλλη, όχι σταδιακά. Ο κόσμος δείχνει να πανικοβάλλεται και όλοι κλείνονται πίσω από τις πόρτες των σπιτιών τους. Ο μελαγχολικός δήμιος οδηγεί τους τυχερούς άτυχους Εβραίους κάτω από το ικρίωμα· η πομπή τους συνοδεύει στην αίθουσα αναμονής, μέσα στο εξομολογητήριο της εκκλησίας. Ο μελαγχολικός δήμιος φοράει ακόμα το δερμάτινο εκμαγείο του. Στέκεται ολομόναχος πάνω στην αυτοσχέδια αγχόνη, δίπλα στην καρμανιόλα, πίσω από τα υπόλοιπα εργαλεία του λειτουργήματός του. Η ολόσωμη φόρμα είναι κολλημένη πάνω του αναδεικνύοντας την κοιλιά μιας εγκύου με πεντάδυμα και τα ισχνά πόδια ενός φλαμίνγκο. Το λασπωμένο έδαφος απορροφάει τους κραδασμούς από τις στάλες που πέφτουν και η πλατεία δείχνει μελαγχολικά όμορφη και έρημη. Το χαλί του ορίζοντα θυμίζει περασμένο απόγευμα, που σήμερα ήρθε απλώς νωρίτερα από την ώρα του. Κάποιοι δυσανασχέτησαν, κάποιοι άλλοι ανακουφίστηκαν, οι τελευταίοι υπομένουν. 
Ο μελαγχολικός δήμιος είναι εβδομήντα πέντε χρόνων και κοκαλώνει εκεί πάνω στο ικρίωμα. Καμιά πόρτα δεν ακούστηκε όση ώρα στέκεται εκεί πάνω μονάχος στην ευφράδεια της νεροποντής. Κανένα παράθυρο, καμία φωνή, καμία βροντή δεν έχει ακουστεί, μονάχα η αντάρα της βροχής και αυτός ο εκκωφαντικός θόρυβος της μυρωδιάς της. Ο μελαγχολικός δήμιος ξεχάστηκε περιμένοντας πάνω στο θανατικό κατασκεύασμα. Θυμάται πριν περίπου είκοσι χρόνια, το 1473, τότε που είχε ξεσπάσει για τρεις ημέρες μία εξέγερση, επειδή μια νεαρή Εβραία είχε καταβρέξει μια εικόνα της Παναγίας κατά τη διάρκεια προσκυνήματος σε μια θρησκευτική λιτανεία στην Κόρδοβα, με αποτέλεσμα να θανατωθούν αρχικά από το μανιασμένο πλήθος και αργότερα από τους επαγγελματίες εκτελεστές αρκετές δεκάδες Εβραίοι. Θυμάται τότε πως και ο ίδιος λίγες ημέρες αργότερα, εξαιτίας του ότι είχε κουραστεί από τις καθημερινές εκτελέσεις και την αιμοσταγή αντίδραση του τυφλωμένου από το θρησκευτικό μίσος πλήθους, είχε φορέσει τη μάσκα της ανωνυμίας του εξαγριωμένου κόσμου· προτίμησε να αφιερωθεί στη προσπάθεια να εκδιωχθούν από τις τοπικές αρχές όσοι Εβραίοι είχαν απομείνει, ώστε να ξεκουραστεί και να ηρεμήσει ύστερα από τόσες ώρες εκτελέσεων και βασανιστηρίων.
Και να που τώρα είχε φτάσει και η δική του καθαρτήρια στιγμή από τις άλικες λασπωμένες αναμνήσεις και εμπειρίες στα τόσα χρόνια που ζούσε και λύτρωνε τις ανήμπορες και κολασμένες ψυχές, σύμφωνα με το σκεπτικό της εκκλησίας. Αν ήταν ματαιόδοξος θα είχε αυτοκτονήσει ύστερα από τις πρώτες δύο εκτελέσεις. Αν ήταν εγωιστής και στυγνός επαγγελματίας δεν θα πρωταγωνιστούσε σε αυτό το παραμύθι. Όμως στέκεται κάμποση ώρα τώρα μελαγχολικός και μόνος πάνω στο εκτελεστικό πάλκο περιμένοντας κάποιο σημάδι που να επαληθεύσει την ηθική του ολιγωρία και τη ψυχική του μεταμέλεια. Ο αιώνας ξεπροβοδίζει την παρουσία του από το σκηνικό της ιστορίας και ο δήμιος περιμένει πάνω στο ικρίωμα μήπως και η διαδικασία του χρόνου ξεχαστεί παρασύροντας και αυτόν μαζί της. Όχι…
Η ατμόσφαιρα σκοτεινιάζει επιδεικνύοντας τις πολλαπλές  χρωματικές επιλογές της και προδίδοντας τη διάθεσή της για τη συνέχεια. Μολυβιά σύννεφα στριμώχνονται το ένα πάνω στο άλλο και η βροχή δυναμώνει. Ο μελαγχολικός δήμιος στέκεται τόση ώρα ακίνητος και λούζεται τυχόν βρόχινες τύψεις και αναθεωρήσεις του παρελθόντος βίου του. Είναι ένα καταρρακτώδες πρωινό του 1492 και αυτό ακόμα δεν αρκεί για να ξεπλύνει τις αμαρτίες των ιθυνόντων. Μία αστραπή σκίζει την ουράνια ατμόσφαιρα τερματίζοντας πάνω στο όρθιο και ζωντανό κουφάρι του μελαγχολικού δήμιου. Καμία φωνή διαμαρτυρίας, κανένα γιουχάισμα, κανένα ζευγάρι από αυτόπτες ματιές, καμία παρουσία. Μονάχα αυτός απέναντι στη διάθεση του καιρού. Η δική του εκτέλεση δεν έγινε θέαμα. Αποτέλεσε την κατακλείδα της κακοκαιρίας που έπληττε δυο μέρες τώρα την πόλη.     
    


Σχόλια