Ο θάνατος στον Όμηρο, τον Αρχίλοχο και τον Καλλίνο...



Ο θάνατος ως αντικείμενο στοχασμού, από τις πρώτες κιόλας προσπάθειες των αρχαίων Ελλήνων έως και την σύγχρονη προοπτική του ως έννοια, ανέκαθεν υπήρξε μία από τις ιδέες ενός αιώνιου βασιλείου, όπου τίποτε δεν πεθαίνει. 
Στο προκείμενο, επιχειρείται μία προσπάθεια παρουσίασης τής στάσης των ανθρώπων απέναντι στο θάνατο μέσα από τα συγκεκριμένα αποσπάσματα του Ομήρου (Ιλιάδα, Ζ 381-502, Οδύσσεια, Λ 465-491, 541-567), του Καλλίνου και του Αρχίλοχου (Ριψασπίς) και τα βασικά σημεία στα οποία συμφωνούν ή διαφοροποιούνται, αναφορικά στην άποψη του Ομήρου, σύμφωνα με τις ιδεολογικές αλλαγές που διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια της γέννησης και της ανάπτυξης της λυρικής ποίησης.

Στο συγκεκριμένο απόσπασμα από την Ιλιάδα, διαβάζουμε τις στιχομυθίες του Έκτορα και της Ανδρομάχης, μία από τις περιφημότερες σκηνές του έπους της Ιλιάδας. Στο απόσπασμα αυτό, ο Όμηρος παρουσιάζει τον μεγαλύτερο ήρωα των Τρώων ως πατέρα, σύζυγο και γιο. Σύμφωνα με την συμβουλή του μάντη Έλενος, ο Έκτορας πηγαίνει στην πόλη με σκοπό να προτρέψει τις γυναίκες να παρακαλέσουν με δώρα και τάματα την θεά Αθηνά, ώστε να δείξει συμπόνια. Το απόσπασμα της ραψωδίας Ζ της Ιλιάδας μας μεταφέρει σε ένα πιο ήρεμο γεγονός από τα ταραγμένα γεγονότα των πρωθύστερων ραψωδιών. Σε μια συνάντηση γεμάτη αγάπη και πάθος σαν να πρόκειται να είναι και η τελευταία, ο Έκτορας συζητά με την Ανδρομάχη· σαν σύζυγος και μητέρα, η Ανδρομάχη κλαίει παρακαλώντας τον άντρα της να λυπηθεί την ίδια και το παιδί τους, αφήνοντας το μένος του να καταλαγιάσει και ο ίδιος να μην θυσιαστεί στο πεδίο της μάχης. Ο Έκτορας πληρώντας τα χαρακτηριστικά επικού ήρωα αποκρίνεται αναλόγως στην Ανδρομάχη. Αναγνωρίζει στα λόγια της γυναίκας του τον πόνο και την θλίψη της, μα από την άλλη αν απέφευγε την μάχη θα φαίνονταν δειλός στα μάτια των Τρώων και των Τρωάδων. Η καρδιά του επικού ήρωα, όμως προτάσσει την μάχη δικαιολογώντας έτσι την γενναιότητα που τον χαρακτήριζε, εφόσον πρώτος αυτός με τους Τρώες είναι ο υπερασπιστής της δόξας του πατέρα του και της δικής του.
Εν τούτοις, προαισθάνεται τον χαμό και το τέλος της Τροίας· η ψυχή του πονάει για την τύχη της Ανδρομάχης· είναι καλύτερο να είναι νεκρός παρά να ακούει το βογκητό και τον διασυρμό της. Είναι το σημείο, όπου ο Έκτορας βάζει πάνω από τον θάνατο τον ηρωικό κώδικα, μολονότι γνωρίζει το πόσο ανώφελο θα αποβεί, το αίσθημα της τιμής, όμως είναι πάνω από την ίδια την οικογένεια. Ο βαθμός της συγκίνησης και της τραγικότητας μάς δίνεται από τον Όμηρο αυτές τις στιγμές, ιδιαίτερα στην σκηνή, όπου ο Έκτορας σηκώνει τον γιο του στα χέρια του και αυτός ξεσπάει σε κλάματα. Επικαλούμενος το πεπρωμένο, ο τραγικός ήρωας των Τρώων, προτρέπει την Ανδρομάχη να γυρίσει στα της οικίας, ενώ αυτός θα επέστρεφε στον πόλεμο, ένα μέλημα των ανδρών και συνεπώς βαρύτερο για τον ίδιο. 
Όσον αφορά την Οδύσσεια, εδώ ο Όμηρος μας διηγείται τις περιπλανήσεις ενός άνδρα, του Οδυσσέα, που όντας αγνοούμενος στην πατρίδα του για αρκετά χρόνια (τουλάχιστον όσο διήρκεσε η εκστρατεία κατά της Τροίας), συνάντησε και ήρθε αντιμέτωπος με αρκετές θεότητες και υπερφυσικά στοιχεία. Στα συγκεκριμένα αποσπάσματα, ο Οδυσσέας έχει φτάσει στο νησί των Φαιάκων και συνεχίζει την εξιστόρησή του στον Αλκίνοο. Ο πολυμήχανος  Οδυσσέας, όταν βρίσκονταν στο νησί της μάγισσας Κίρκης, αυτή του είχε προμηνύσει πως ο δρόμος της επιστροφής του θα περνούσε υποχρεωτικά από τον κόσμο των νεκρών, όπου θα συναντούσε τον μάντη Τειρεσία και αυτός με την σειρά του θα τον συμβούλευε.
Η κάθοδος στον Άδη αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια της Οδύσσειας και οι Αλεξανδρινοί συγγραφείς τιτλοφόρησαν την συγκεκριμένη ραψωδία Νέκυα. Εκεί ο Οδυσσέας συναντήθηκε με τις ψυχές των Ελπίνορα, Τειρεσία, της μητέρας του Αντίκλειας, των ηρώων του Τρωικού πολέμου Αγαμέμνονα, Αχιλλέα και του Αίαντα και με έξι ήρωες του απώτερου παρελθόντος, με έσχατο τον Ηρακλή. Ο διάλογος αφορά τον ίδιο τον Οδυσσέα, τον Αχιλλέα και τον σιωπηλό Αίαντα. 
Αναφερόμενος στον Αχιλλέα, τον ενημερώνει σχετικά με το μέγεθος της φήμης του και τον διαβεβαιώνει πως από όσους ζουν και έζησαν στο παρελθόν, μα και από όσους έρθουν στο μέλλον, αυτός είναι ο ευτυχέστερος· γιατί όσο ζούσε, άπαντες τον τιμούσαν ωσάν θεό, αλλά και ανάμεσα στους νεκρούς αυτός έχει μεγάλη δύναμη. Τον παροτρύνει να μην λυπάται και να μην θλίβεται για τον θάνατό του. Σε αυτό το σημείο η ψυχή φαίνεται να λέει τον πόνο της, καθώς ο Αχιλλέας του αποκρίνεται εκφράζοντας την μάταιη, πλέον, επιθυμία του να ζούσε ακόμα και αν ξενοδούλευε σε κάποιον άκληρο.
Ο Αίαντας, όπως προαναφέρθηκε, καθ ‘όλη την διάρκεια της συζήτησης στέκει αμίλητος φανερώνοντας τον δικό του πόνο και θλίψη για τον θάνατό του· κρατάει απόσταση και δίχως καμία απάντηση απομακρύνεται μαζί με τις υπόλοιπες ψυχές, με μία σιωπή αντάξια του ηρωισμού και της αξιοπρέπειάς του.
Το ποίημα του Καλλίνου ανήκει στα ελεγειακά, είναι γραμμένο σε δίστιχα και απαγγέλλονταν συνοδεία αυλού. Έχει στοιχεία από τον Όμηρο, καθώς προτρέπει τους νέους προς την τιμή και την δόξα της μάχης, ενάντια στους εχθρούς και για την προάσπιση της πατρίδας, των γυναικών και των παιδιών, στοιχείο επικό και ηρωικό, εφόσον το βλέπουμε και στην Ιλιάδα του Ομήρου, μέσα από τις στιχομυθίες του Έκτορα με την Ανδρομάχη, όπου ο Τρώας ήρωας μιλά για για την μοίρα και τον θάνατο· έτσι και ο Καλλίνος λεέι πως ο θάνατος θα έρθει, όταν οι μοίρες κόψουν το νήμα. Προτρέπει τους νέους να προχωρήσουν στην μάχη με θάρρος, μία επιδίωξη, η οποία επιτυγχάνεται μέσα από συναισθηματική ένταση και με επιχειρήματα, όπως ότι ο θάνατος, ακόμα και στο σπίτι αν βρίσκεται κάποιος, θα χτυπήσει· ο λαός αναζητάει τον άνδρα με ψυχικό σθένος, στον οποίο και εκφράζει τον σεβασμό του, είτε με τον θρήνο στην περίπτωση που σκοτωθεί είτε με τον σεβασμό για το άτομό του παρουσιάζοντάς τον ως ημίθεο.
Τέλος, σχετικά με το Ρίψασπις, του Αρχίλοχου, σ’ αυτό το απόσπασμα, ο ίδιος ο ποιητής ή κάποιος ήρωας βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα να εγκαταλείψει την ασπίδα του και να σωθεί ή να πολεμήσει και να σκοτωθεί. Ο Αρχίλοχος εκπροσωπεί την ανθρώπινη πλευρά του περασμένου ηρωικού παρελθόντος και μέσα από την αναφορά του στην ασπίδα και την μεταχείριση της από τον πρωταγωνιστή, διαπιστώνει με νηφαλιότητα ότι κανέναν δεν τον τιμούν μετά τον θάνατο, καθώς οι τιμές σταματούν στους ζωντανούς. Στο απόσπασμα αυτό, το ηρωικό ιδεώδες εγκαταλείπεται, μαζί και η δόξα προς επίτευξη ενός πιο απτού σκοπού, που δεν είναι άλλος από την ίδια την επιβίωση, την αντίθεση προς τον θάνατο.


Τα ομηρικά έπη, χαρακτηρισμένα ως τα αρχαιότερα ποιητικά δημιουργήματα που μας έχουν σωθεί, αποτελούν τις μνήμες των λαών της μυκηναϊκής περιόδου· ως έπη δημιουργήθηκαν στα πρώιμα στάδια της αρχαίας εποχής των λαών και μέσα από ηρωικές εξιστορήσεις και παραδείγματα τιμής και ανδρισμού, προσπαθούσαν να συνθέσουν την φυσιογνωμία των πρόγονων λαών. Η ομηρική ποίηση διατηρεί αναμνήσεις των μυκηναϊκών περιόδων, οι οποίες έφτασαν μέσω της προφορικής παράδοσης στον 8ο αιώνα π.Χ.. Κάνει χρήση λέξεων που τέθηκαν εν συνεχεία σε αχρηστία κατά την εποχή της λυρικής ποίησης, μνημονεύει τα χάλκινα όπλα και τις πληροφορίες που αντλούνται από αυτά, όπως λόγου χάρη η ασπίδα του Αχιλλέα.
Τα ιδεώδη των επικών δημιουργιών συναντιούνται και στο απόσπασμα του Καλλίνου, από την Έφεσσο, του διαπρεπέστερου ομηριστή του 7ου αιώνα π.χ. Στο ποίημα (Στα όπλα, στα όπλα), από το οποίο μας έχει σωθεί το εν λόγω απόσπασμα, ο ποιητής κάνει μνεία στον ανδρισμό ως το αντίπαλο δέος της αδιαφορίας και προτρέπει τους νέους να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Άλλωστε, ο Καλλίνος ζει την εποχή, όπου η εισβολή των Κιμμέριων βαρβάρων απειλεί τον μικρασιατικό ελληνισμό και η ίδια η Έφεσσος βρίσκεται σε πόλεμο με την Μαγνησία. Όπως ο Όμηρος, έτσι και ο Καλλίνος, αναφέρονται και οι δύο στην δόξα που αποκτούν οι ήρωες με τον θάνατο· ο Όμηρος στο απόσπασμα από την Ιλιάδα, μέσω του Έκτορα μιλά για τον ηρωικό θάνατο, που σπρώχνει την μητέρα να νιώσει χαρά και καμάρι και ο Καλλίνος, με την σειρά του, αναφέρεται στον ήρωα που σκοτώνεται στην μάχη και όλος ο κόσμος, πλούσιοι και φτωχοί τον θρηνούν ή στην περίπτωση που επιζήσει, πλέον τον αντιμετωπίζουν ως ημίθεο. Επιπλέον, σε αντιστοιχία με τα λόγια του Έκτορα «έτσι και αλλιώς δεν ξέρω και κανέναν να ξέφυγε ποτέ το ριζικό του, γραμμένο από την μέρα που γεννήθηκε, μήτε ο δειλός μήτε ο γενναίος», ο Καλλίνος εκφράζει το ίδιο νόημα μέσα από τα δικά του « στο σπίτι σου σε πετυχαίνει η μοίρα του θανάτου ».
Στην αντίστιξη των ομηρικών επών και της λυρικής ποίησης κατανοείται και η μετάβαση από την ομηρική εποχή στην αρχαϊκή. Ένα χρονικό διάστημα πεντακοσίων περίπου ετών (το διάστημα μεταξύ του 13ου και 8ου π.Χ. αιώνα ονομάζεται από τους ιστορικούς ως ο ελληνικός μεσαίωνας), είναι αυτό που χωρίζει τους Μυκηναίους ήρωες και τα κατορθώματά τους από τον Όμηρο. Ο βασιλιάς, ως θεσμός παραπαίει δίνοντας την θέση του σταδιακά σε άλλες μορφές διοίκησης, η ομηρική αιδώς υπολείπεται της αρχαϊκής δίκης, οι δεσμοί αίματος εκτοπίζονται από άλλους, που αποφασίζονται με λογικά κριτήρια· η ταφή των νεκρών δίνει την θέση της στην καύση, απομακρύνοντας έτσι τον κόσμο των νεκρών από τον κόσμο των ζωντανών.      Ο Αρχίλοχος αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτού του νέου κόσμου, μέσω του αντι-ηρωισμού που προβάλλει στο απόσπασμα του Ρίψασπις, φανερώνοντας την αλλαγή που έχει επέλθει, μέσω των μεγάλων μετακινήσεων και των εποικισμών του 7ου αιώνα π.Χ.· πλέον το άτομο αποκτάει μεγαλύτερη συνείδηση της προσωπικής του ζωής, εκτιμάει την ελευθερία ως υπέρτατο αγαθό και ανθίσταται στις αυθαιρεσίες της εξουσίας. 
Ο Όμηρος και ο Αρχίλοχος, όπως φαίνεται, λοιπόν, εκπροσωπούν δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους· ο μεν πρώτος παραμερίζει τα προσωπικά του βιώματα παρουσιάζοντας τα ηρωικά κατορθώματα, ενώ ο δεύτερος ενδιαφέρεται για το εδώ και το τώρα της εποχής του και μιλάει για τα πάθη και τα μίση. Ο περιπαικτικός και δεικτικός χαρακτήρας του αποσπάσματος συμβαδίζει με το ευσυνείδητο αντι- ηρωικό πνεύμα του ποιητή, ο οποίος συγκρούεται ανοικτά με την ιπποτική αντίληψη. Ο θάνατος αντιμετωπίζεται και στους δύο, τον Όμηρο και τον Αρχίλοχο, με μια διάθεση απέχθειας και αυτό φαίνεται κυρίως, μέσα από την στιχομυθία του Οδυσσέα και του Αχιλλέα στην ραψωδία Λ, το τιτλοφορούμενο απόσπασμα Νέκιυα. Όμως, τόσο ο Αχιλλέας όσο και ο Αίαντας δεν πέταξαν την ασπίδα τους, μα σκοτώθηκαν πολεμώντας, κερδίζοντας την υστεροφημία και την δόξα· αυτοί συγκαταλέγονταν στα  πρότυπα των ηρώων-βασιλιάδων, σε κάτι που ο Αρχίλοχος αντιτίθεται, ως φορέας των ιδεολογικών αλλαγών που συντελούνταν, μεταξύ του 7ου και του 5ου αιώνα π.Χ.. Ο άνθρωπος της λυρικής ποίησης είναι η ανθρώπινη προοπτική της αρχαϊκής περιόδου, με τα πάθη και τις αδυναμίες του κοινού νου, μακριά από τα ιδεώδη του πολιτισμού της αιδούς(shame culture).
Από τα παραπάνω, λοιπόν, εύκολα καταλήγει κανείς στον χαρακτήρα της φυγής, που αποδίδεται στον θάνατο είτε ως επιλογή συνειδητή, έντιμη και ηρωική για τα μυκηναϊκά πρότυπα είτε ως λειτουργική φυγή από την ενδεχόμενη ατίμωση και αδιαφορία, που θα ακολουθούσε τον πρωταγωνιστή-ρίψασπη. Είναι φανερό πως πρόκειται για φυγή· και αυτό αποδίδεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος που πεθαίνει σ’ αυτό τον κόσμο και προσπαθεί να αρνηθεί το πεπρωμένο του, κατασκεύασε με έννοιες το λογικό οικοδόμημα αυτό, όπου η διάρκεια και η ταυτότητα (η υστεροφημία και το κλέος) είναι οι μόνες ισχύουσες. Μια περίεργη αθανασία εξασφαλίζεται στους νεκρούς, μέσα από τις τολμηρές προσπάθειες να οριστεί ο θάνατος με κάτι συγκεκριμένο· και αυτό το συγκεκριμένο άπτεται των αλλαγών που συντελέστηκαν και συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν τις μεταβάσεις από κοινωνικές ιστορικές συνθήκες σε άλλες αντίστοιχες.    



Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνία, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσ/νίκη (1981)
ΕΑΠ, Γράμματα Ι:Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τ. Α' 
Ελληνική Μυθολογία, τομ. Ι, Αθήνα (1986), εκδ. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ

Σχόλια